αμηνολόγητος

αμηνολόγητος
ος , ον
1) см. αχρονολόγητος; 2) с нарушенными менструациями (о женщине)

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "αμηνολόγητος" в других словарях:

  • αμηνολόγητος — η, ο 1. αυτός που δεν φέρει χρονολογική ένδειξη ως προς τον μήνα 2. ο δίχως χρονολογία, αχρονολόγητος 3. (γυναίκα) με άτακτη εμμηνόρροια. [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερ. + μηνολογώ*] …   Dictionary of Greek

  • αμηνολόγητος — η, ο αυτός που χρονολογείται χωρίς να αναφέρεται ο μήνας: Το έγγραφο είναι αμηνολόγητο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»